Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2010

Οι δυο μορφές της ανταγωνιστικότητας

Καλή χρονιά σε όλους.

Ας ξεκινήσουμε την ανάλυση του προβλήματος... με το τι ανταγωνιστικότητα χρειαζόμαστε...

Υπάρχουν δυο είδη ανταγωνιστικότητας γενικής μορφής με διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά που προσμετρούνται στις διάφορες μελέτες-βαθμολογίες-κατατάξεις από τους διαφόρους φορείς ανά τον κόσμο, με αντιδιαμετρικά αποτελέσματα κάθε μια στην οικονομία μιας χώρας.

Εσωστρεφής ανταγωνιστικότητα

Αφορά τους ξένους που αναζητούν κερδοφόρες επενδυτικές ευκαιρίες στην Ελλάδα με κύριο όμως στόχο τη μεταφορά του πλούτου στις μητρικές του εξωτερικού και όχι τη διασπορά του στη χώρα επένδυσης.

Τα χαρακτηριστικά που ενδιαφέρουν τους ξένους επενδυτές:

  • Χαμηλού κόστους εργατικό.
  • Κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, όπως ορυκτός πλούτος, αγορά προς εκμετάλλευση κλπ.
  • «Εξυπηρετικό» νομικό καθεστώς, π.χ. ίδρυση εταιρίας «σε μια μέρα».
  • «Εξυπηρετικό» τραπεζικό και φορολογικό καθεστώς π.χ. Ελβετία.
  • Γεωγραφική θέση 

Εξωστρεφής ανταγωνιστικότητα

Αφορά τις εξαγωγές μας. Η εισροή πλούτου προς τη χώρα μας.

Τα χαρακτηριστικά που ενδιαφέρουν τους ξένους οίκους αξιολόγησης: 

  • Όγκος εξαγωγών προϊόντων.
  • Όγκος εξαγώγιμων υπηρεσιών (τουρισμός, ναυτιλία).
  • Ο αριθμός από τις τριαδικές πατέντες ανά έτος ή άλλως το πλήθος των Ελληνικών διεθνώς κατοχυρωμένων ευρεσιτεχνιών σε παγκόσμιο επίπεδο.

Είναι κατανοητό πως η «εσωστρεφής ανταγωνιστικότητα» δεν πρόκειται να μας βοηθήσει να εκτινάξουμε την ανάπτυξή μας, αλλά ούτε και να βελτιώσουμε την ποιότητα ζωής του πολίτη. Ένας ξένος επενδυτής ενδιαφέρεται να βγάλει εύκολα κέρδη από μια χώρα, με αποτέλεσμα την εκμετάλλευση και εν συνεχεία την εκροή του πλούτου. Έτσι χώρες που έχουν πρόσφορο έδαφος για τέτοιου είδους επενδύσεις είναι πιο ψηλά στην «κατάταξη» από μια Ελλάδα που δεν προσφέρει αυτά τα χαρακτηριστικά.

Επιπλέον το να είναι μια βιοτεχνία π.χ. ειδών σφολιάτας πιο ανταγωνιστική από την απέναντι βιοτεχνία επειδή π.χ. η πρώτη κατάφερε να πάρει μια επιδότηση (βλέπε ΕΣΠΑ) αλλά η δεύτερη δεν την πήρε, δεν αλλάζει το ισοζύγιο πληρωμών μιας και το παραγόμενο αποτέλεσμα εμείς το παράγουμε αλλά και εμείς το καταναλώνουμε (άσε που πρόκειται για κρατικά τροφοδοτούμενο αθέμιτο ανταγωνισμό). Άρα το να πουλάμε ο ένας στον άλλο και όλοι μαζί να αγοράζουμε από το εξωτερικό αποτελεί επίσης «εσωστρεφή ανταγωνιστικότητα».

Το αντίθετο συμβαίνει με την «εξωστρεφή ανταγωνιστικότητα» από την εσωστρεφή. Τα μεγέθη αυτά, συνήθως καταγράφονται από όλες τις «κατατάξεις» όταν είναι μεγάλα, μια χώρα ευημερεί. Φανταστείτε την Ελλάδα να διέθετε διπλάσιες από τις εξαγωγές που έχει σήμερα και εικοσαπλάσιες πατέντες από όσες παράγει σήμερα, σε ποια θέση θα ήταν σε αυτές τις «κατατάξεις».

Η συζήτηση για το μισθολογικό κόστος αφορά ως επί το πλείστων την εσωστρεφή ανταγωνιστικότητα ή την χαμηλής προστιθέμενης αξίας εξωστρεφή ανταγωνιστικότητα, όμως όπως είναι γνωστό στην χώρα μας χρειαζόμαστε μέσης και υψηλής προστιθέμενης αξίας ανταγωνιστικότητα μιας και εκεί είναι που έχουμε το πρόβλημα σύμφωνα με τις μελέτες της ΤτΕ και της Eurobank. Άρα η συζήτηση για το μισθολογικό κόστος είναι σχεδόν άτοπη μιας και δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα, γιατί η παράγωγη μέσης και υψηλής προτιθέμενης αξίας είναι συνυφασμένη με τις υψηλές μισθολογικές αποδοχές. 

Τέλος η ίδρυση Εταιρίας «σε μια μέρα» θα είναι σημαντική πρόοδος επιπλέον, είναι σημαντικότερο να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή στο τί θα παράγουν οι συγκεκριμένες εταιρίες και με ποιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και πως θα βρουν πρόσβαση σε κεφάλαια υψηλού ρίσκου που χρειάζονται για να αναπτυχτούν.

Επιβάλλεται συνεπώς να ιεραρχήσουμε τις προτεραιότητές μας.

Στο πώς θα μεγιστοποιήσουμε την «εξωστρεφή ανταγωνιστικότητα».